Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΑΒΒΑΤΟ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΜΠΟΡΙΟΥ




Ρίχνοντας μία γρήγορη ματιά στο μακρινό αλλά και στο κοντινό ιστορικό μας παρελθόν διαπιστώνουμε πως το εμπόριο υπήρξε ανέκαθεν ο ακρογωνιαίος λίθος για την ανάπτυξη και την ευημερία μίας χώρας. Η ισχυρή οικονομία των ανεπτυγμένων χωρών ήταν πάντα αποτέλεσμα ενός σωστού σχεδιασμού, ενός ορθά μελετημένου προγράμματος με σταθερές και κανόνες που σαν πλέγμα ασφαλείας προστάτευαν και υποστήριζαν την κάθε πρωτοβουλία για ανάπτυξη και πρόοδο είτε αυτή ήταν ατομική είτε συλλογική προς το κοινό όφελος.
Οι ηγεσίες πάντα το γνώριζαν αυτό κι εκμεταλλευόμενες την πρωτοβουλία αυτή που απέφερε σπουδαίους καρπούς σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο ενθάρρυναν αλλά και δημιούργησαν τις κατάλληλες και απαιτούμενες προϋποθέσεις για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσχώρηση στον τομέα του εμπορίου.
Στους δύσκολους αυτούς καιρούς κι ενώ βλέπουμε τη σταθερή άνοδο και την άνθιση του εμπορίου σε πανευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, τα πράγματα δυστυχώς για τη χώρα μας είναι αρκετά δυσοίωνα. Η αγορά «κλείνει» τις πόρτες της σε έναν τόπο όπου οι «σχέσεις» «προσφοράς και ζήτησης», «παραγωγής και κατανάλωσης» τείνουν να μειωθούν σε δραματικά επίπεδα απομακρύνοντας έτσι την πιθανότητα σταθεροποίησης και  περαιτέρω εμπορικής ανάπτυξης.
Παράλληλα με τα προαναφερόμενα, η Ελλάδα παραμένει ακριβή σε πολλά βασικά αγαθά, παρά την ύφεση, την πτώση των εισοδημάτων και την ανεργία. Με βάση διάφορες έρευνες που διεξάγονται κατά καιρούς, οι τιμές πολλών προϊόντων παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση με άλλες χώρες. Ενδεικτικά αναφέρεται πως πολλά καταστήματα αναγκάζονται να κλείσουν λόγω των προαναφερόμενων ισχνών κύκλων εργασιών. Αξίζει να σημειωθεί πως εκεί που παρατηρείται πτώση των τιμών, αυτές δεν είναι του μεγέθους που αναμενόταν με βάση τη διάρκεια και την ένταση της ύφεσης. Το γεγονός αυτό βέβαια επιδεινώνει περαιτέρω τη δυσμενή θέση των ελληνικών νοικοκυριών, αλλά και μικρομεσαίων
Τα στατιστικά στοιχεία καταδεικνύουν αυτή ακριβώς την αντίθεση. Η κατανάλωση μειώθηκε κατά 14,77% (από 36,9 δισ. ευρώ το β΄ τρίμηνο του 2010 σε 31,45 δισ. το ίδιο τρίμηνο του 2012 σε σταθερές τιμές) αλλά ο πληθωρισμός παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα. Αναλυτικότερα, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα και παρά την ύφεση εκτινάχθηκε τα τελευταία δυόμισι χρόνια (2009-Ιούλ. 2012) κατά 8,2 % ενώ στις άλλες δοκιμαζόμενες από την ύφεση χώρες (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία και Ιταλία) οι αυξήσεις στις τιμές για την ίδια περίοδο διαμορφώθηκαν αντίστοιχα σε 8,0%, 1,4%, 6,7% και 7,1%. Στην Ε.Ε. -27 και στην Ευρωζώνη η άνοδος των τιμών ήταν επίσης χαμηλότερη από ότι στην ελληνική αγορά αφού διαμορφώθηκε σε 7,6% και 6,5% αντίστοιχα. Οι επίμονα υψηλές τιμές σε συνδυασμό με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος ανάγκασαν τους καταναλωτές αφενός να μειώσουν τον αριθμό και την αξία των προϊόντων που αγοράζουν και αφετέρου να στραφούν σε προϊόντα που βρίσκονται σε προσφορά ή σε εκείνα ιδιωτικής ετικέτας. Αυτή η καταναλωτική συμπεριφορά οδήγησε το πρώτο εξάμηνο του έτους σε πτώση κατά 5% των πωλήσεων των αλυσίδων super market συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, ενώ η σημερινή αξία του μέσου καλαθιού έχει υποχωρήσει σε 50 ευρώ έναντι 65 ευρώ το 2010.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έχει αρχίσει πλέον να υποχωρεί και να κινείται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα ενώ ο αποπληθωρισμός που περίμενε η τρόικα δεν έχει ακόμα κάνει την εμφάνισή του, γεγονός που αφενός την έχει προβληματίσει και αφετέρου την έχει οδηγήσει στην άσκηση περαιτέρω πιέσεων προς την ελληνική πλευρά για την απελευθέρωση των αγορών και την ενίσχυση του ανταγωνισμού αλλά με λανθασμένο τρόπο: αλλαγή ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, εξαήμερη απασχόληση, πλήρης και άμεση απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων με την άρση δήθεν εμποδίων εισόδου σε σειρά αγορών και πολλές άλλες καταστροφικές παρεμβάσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Κάποιο από τους σημαντικότερους λόγους που δεν «πέφτουν» οι τιμές στην ελληνική αγορά, παρά την κρίση, είναι ενδεικτικά οι εξής:
1.    Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ. Στην Ελλάδα αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ και διαμορφώθηκαν στο επίπεδο του 13% και 23%, αρκετά υψηλότερα από την Ισπανία (οι αντίστοιχοι είναι 8% και 18%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (5% και 20%).
2.    Οι ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών (transfer pricing) οι οποίες φουσκώνουν τις τιμές αλλά και το κόστος προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολογία στην Ελλάδα.
3.    Οι πολεοδομικοί περιορισμοί στις προδιαγραφές κτΙρίων που εμποδίζουν την πλήρη εκμετάλλευση των αποθηκευτικών χώρων και λοιπά, γραφειοκρατικού τύπου προσκόμματα, π.χ. η δυνατότητα προμήθειας φθηνότερων μεν καυσίμων από το εξωτερικό αλλά υπό την αυστηρή προϋπόθεση της ύπαρξης δεξαμενών αποθήκευσης που θα προσφέρει απρόσκοπτα καύσιμα για χρονικό διάστημα 60 ημερών.
4.    Η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού και λιανικού εμπορίου με μυστικές συμφωνίες με πιο πρόσφατο παράδειγμα το «καρτέλ» στην αγορά κοτόπουλου που εντόπισε η Επιτροπή Ανταγωνισμού ή το καρτέλ στο χονδρεμπόριο των νωπών οπωροκηπευτικών σύμφωνα με την Γενική Γραμματεία Εμπορίου.
5.    Η πτώση του μισθολογικού κόστους αλλά και του κόστους μίσθωσης επαγγελματικής στέγης (ενοίκια) αντισταθμίστηκε πλήρως, αφενός από την αύξηση των τιμολογίων των ΔΕΚΟ και αφετέρου από την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού των επιχειρήσεων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
6.    Η αδυναμία πλήρους αποτύπωσης της ελληνικής πραγματικότητας, αφού σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουν χώρα άτυπες εκπτώσεις και «παζάρια» του υψηλού ΦΠΑ, στο ταμείο πριν την έκδοση της απόδειξης, ανάλογα μάλιστα και με τον τρόπο πληρωμής, γεγονός που οδηγεί σε διαμόρφωση διαστρεβλωμένων στοιχείων.
7.    Η έλλειψη μελέτης «ελαστικότητας» μείωσης της ζήτησης από τα αρμόδια Υπουργεία και η μη έγκαιρη αξιολόγηση της καταγραφής των επιπτώσεων από τους εκπροσώπους της Τρόικας, διαμόρφωσε τις τιμές της αγοράς σε πολλούς κλάδους του εμπορίου χαμηλότερα από την τιμές του  ανταγωνισμού, ενώ στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης περισσότερο κοντά στις τιμές μονοπωλίων.
Όλοι οι άνθρωποι της αγοράς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στο υγιές εμπόριο το περιθώριο κέρδους δεν βρίσκεται στην τιμή λιανικής πώλησης, αλλά στην τιμή αγοράς. Οι ανταγωνιστικές μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν φθηνά, ώστε να αναγκαστούν - με δικαιολογία την κρίση- σε κλείσιμο.
Προκειμένου να αμβλυνθεί το δραματικό αυτό πρόβλημα που  αντιμετωπίζει ο εμπορικός κόσμος της χώρας σήμερα, θα πρέπει να θεσπιστούν κριτήρια νομοθετικής προστασίας για «την εντός κρίσης μικρομεσαία υπερχρεωμένη επιχείρηση» και την υπαγωγή της σε καθεστώς ευνοϊκών φορολογικών και ασφαλιστικών ρυθμίσεων, ώστε να δοθεί μια ανάσα στις επιχειρήσεις που δοκιμάζονται. Το ρυθμιστικό πακέτο πρέπει να περιλαμβάνει αλλαγές στον Τειρεσία για τους μικρομεσαίους με νέα κριτήρια αμνηστίας για την περίοδο της κρίσης και ρυθμίσεις δανείων με επιμήκυνση αποπληρωμής με σημαντική μείωση του ύψους της δόσης σε φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Πρωταρχικός μας στόχος επιβάλλεται να είναι το κοινό  όραμα για το μέλλον και κυρίως η χάραξη μιας σαφούς και γενναίας αναπτυξιακής στρατηγικής που θα επανεκκινήσει δυναμικά την οικονομία της χώρας μας. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι έτοιμες και αναζητούν λύσεις για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση, ωστόσο αναμένουν και τη δημιουργία των κατάλληλων εργαλείων και συνθηκών που θα τις βοηθήσουν να μην οδηγηθούν σε οριστική παύση πληρωμών. Όλη η αγορά περιμένει κι ελπίζει στη μέχρι σήμερα συνολική ενίσχυση των ελληνικών Τραπεζών με 145 δισ., αντίστοιχη βοήθεια ρευστότητας και ελαστικότερης χρηματοδότησης προς τις ελληνικές επιχειρήσεις».
Τελειώνοντας αξίζει να κάνουμε μία αναφορά στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας με την Κίνα (Λ.Δ. Κίνας, Χονγκ Κονγκ. Μακάο, Ταϊβάν) και τη Μογγολία που παρουσίασε σημαντική βελτίωση, κατά το α΄ εξάμηνο του 2012 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο το παρελθόν έτος.
Σύμφωνα, με τα στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων της Λ.Δ. Κίνας, οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν στα 222,47 εκατ. δολάρια, καταγράφοντας αύξηση 68,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2011. Αντίστοιχα, οι κινεζικές εξαγωγές ανήλθαν στα 1.765,9 εκατ. δολάρια, καταγράφοντας πτώση -10%.
Επίσης, οι εξαγωγές προς Χονγκ Κονγκ αυξήθηκαν κατά 60% και ανήλθαν στα 44,9 εκατ. ευρώ (στοιχ. Eurostat). Σημαντικότερος αυξητικός παράγων υπήρξε η αύξηση των εξαγωγών συσκευών και τηλεπικοινωνιών και εγγραφής ήχου (18,33 εκατ. ευρώ), καθώς και η βελτίωση σε κατηγορίες προϊόντων όπως τρόφιμα-ποτά, χημικά-πλαστικά, διάφορα βιομηχανικά είδη και απορρίμματα μετάλλων. Οι εισαγωγές από το Χονγκ Κονγκ μειώθηκαν κατά -9,6% στα 17,13 εκατ. ευρώ.
Οι εξαγωγές προς Ταϊβάν αυξήθηκαν κατά 48,1% και ανήλθαν στα 8,28 εκατ. ευρώ. Σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα αποτέλεσαν το βαμβάκι (2,06 εκατ. ευρώ), ηλεκτρικά μηχανήματα και συσκευές, απορρίμματα μετάλλων, μάρμαρα και ελαιόλαδο. Οι εισαγωγές από Ταϊβάν ανήλθαν στα 49,3 εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά -24,3%.
Επίσης,  σημαντική αύξηση της τάξεως του 48,41% παρουσιάζουν οι ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, δείχνοντας τη δυναμική και τις προοπτικές που έχει το διμερές εμπόριο με τη γειτονική χώρα.
Σύμφωνα με την ανάλυση της έκθεσης του γραφείου ΟΕΥ, οι ελληνικές εξαγωγές αφορούν (όπως και στο παρελθόν) κατά το μεγαλύτερο μέρος τους (69,99%) εξαγωγές καυσίμων. Εκτός πετρελαιοειδών, η αύξηση των εξαγωγών ανήλθε σε 13,96%, με την παρουσία των τροφίμων και γενικά προϊόντων ζωικής και φυτικής προέλευσης να εξακολουθεί να έχει φθίνουσα πορεία, ενώ δυναμική παρουσία έχουν οι πρώτες ύλες και τα βιομηχανικά προϊόντα.
Εκτίναξη παρατηρείται και στην κατηγορία μη ταξινομημένων ειδών, η οποία, όπως εξηγείται, οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών χρυσού. Αντιστρόφως, μείωση κατά 17% παρουσίασαν οι εξαγωγές της Τουρκίας προς την Ελλάδα, οι οποίες ανήλθαν σε 488,8 εκατ. ευρώ έναντι 595,9 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2011.
Συνοψίζοντας, το θετικό στοιχείο στην τόσο αρνητική συγκυρία που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, είναι ότι υπάρχουν κάποιες που κατόρθωσαν να αυξήσουν ή να διατηρήσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο κερδοφορίας. Λαμβάνοντας υπόψη, επίσης, ότι η χώρα υποχρεούται να προχωρήσει σε ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή και βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι δυναμικές αυτές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα  πρέπει να τεθούν πρωτοπόρες στην πορεία εξόδου από την κρίση. Κύρια επιδίωξη πρέπει να είναι η επαναφορά της Ελληνικής οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης και η περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Απαιτείται η ταχεία εφαρμογή του κατάλληλου οικονομικοκοινωνικού σχεδιασμού και η δημιουργία ευοίωνου κλίματος που θα βγάλει από το τέλμα τους επιχειρηματίες και τους εμπόρους μεγάλων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων δίνοντας ταυτόχρονα έναυσμα για ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που μπορεί και θα στηρίξει τη χώρα.


Αντώνιος Β. Διγαλάκης
Αναπληρωτής Τομεάρχης Εμπορίου
Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου